- φονή
- ἡ, Α(ποιητ. τ.) συν. στον πληθ.1. σφαγή, φόνος, φονικό, μακελλειό (α. «τόν δ' ἐν φοναῑς καλῶς πεσόντα», Αισχύλ.β. «ἄνδρας ἀσπαίροντας ἐν ἀργαλέῃσι φονῇσιν», Ομ. Ιλ.)2. τόπος σφαγής, θέση σκοτωμού, πεδίο μάχης3. σπαραγμένο ζώο, αιμόφυρτο πτώμα («μαχήσασθαι... βοὸς ἀμφὶ φονῇσιν», Ομ. Ιλ.)4. (η δοτ. πληθ. ως επίρρ.) φοναῑςσε φόνο, με φονικό, σε φονικό («σπῶντας... φοναῑς», Σοφ.)5. φρ. α) «τιθέναι τινὰ ἐν φοναῑς» — φονεύω κάποιον (Πίνδ.)β) «ἄπεστι... ἐν φοναῑς θηροκτόνοις» — απουσιάζει, βρίσκεται σε κυνήγι σκοτώνοντας ζώα (Ευρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τής λ. φόνος κατά τα θηλ.].
Dictionary of Greek. 2013.